ἁλίσμηκτος

ἁλίσμηκτος
ἁλί-σμηκτος, ον,
A washed by the sea, Lyc.994: Hsch. has ἁλίσμηκτα (cod. ἁλισίμικτα) · ἡλισμένα, Suid. ἁλίμικτον· πεπασμένον.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αλίσμηκτος — ἁλίσμηκτος, ον (Α) αυτός που ξεπλένεται, που καθαρίζεται από τη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + σμήχω «τρίβω, πλένω, καθαρίζω»] …   Dictionary of Greek

  • ἁλισμήκτοιο — ἁλίσμηκτος washed by the sea masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλίσμηκτα — ἁλίσμηκτος washed by the sea neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άσμηκτος — ἄσμηκτος, ον (Α) αυτός που δεν έχει καθαριστεί με σαπούνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σμήχω «τρίβω, πλένω, καθαρίζω» (πρβλ. αλίσμηκτος)] …   Dictionary of Greek

  • αλι- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα, που προέρχεται ετυμολογικά από το ουσ. ἅλς* (I), (II) «θάλασσα, αλάτι». Το ἁλι ως α συνθετικό σημαίνει συνήθως «θάλασσα» και σπανιότερα «αλάτι». Στα νέα Ελληνικά απαντά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”